- πυρ-αυγής
πυρ-αυγής, ές, feuerglänzend, H. h. 7, 6 u. Sp.; Luc. Nav. 5; παῖς, Mel. 49 (XII, 41); Maneth. 1, 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρ-αυγής, ές, feuerglänzend, H. h. 7, 6 u. Sp.; Luc. Nav. 5; παῖς, Mel. 49 (XII, 41); Maneth. 1, 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπαραυγής — λιπαραυγής, ές (Α) αυτός που ακτινοβολεί λαμπρά, φωτεινός, στιλπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + αυγής (< αὐγή [ἡ] ή *αὖγος [τὸ]), πρβλ. λυκ αυγής, πυρ αυγής] … Dictionary of Greek
λυκαυγής — ές (AM λυκαυγής, ές) 1. αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά 2. το ουδ. ως ουσ. το λυκαυγές το χρονικό διάστημα λίγο πριν από την ανατολή τού ηλίου, καθώς και το διάχυτο φως που υπάρχει στην ατμόσφαιρα αυτή την ώρα («οὐδ ἡμέρα πάνυ… … Dictionary of Greek
μελαναυγής — μελαναυγής, ές (ΑM) αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή λάμψη, μελαμφαής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + αυγής (< αυγή), πρβλ. κυαν αυγής, πυρ αυγής] … Dictionary of Greek
φωταυγής — ές, Μ 1. λαμπρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φωταυγές λαμπρότητα, φωταύγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκ αυγής, πυρ αυγής] … Dictionary of Greek
κυναυγής — κυναυγής, ές (Α) αυτός που βλέπει, που παρατηρεί με αναίδεια, με κυνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + αυλής (< *αὖγος ή < αὐγή), πρβλ. δι αυγής, πυρ αυγής] … Dictionary of Greek
πυραυγής — και πυριαυγής, ές, Α λαμπρός, αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ* / πυρι + αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκ αυγής, φωτ αυγής] … Dictionary of Greek