εὐ-μετα-κόμιστος

εὐ-μετα-κόμιστος

εὐ-μετα-κόμιστος, leicht weg u. anderswohin zu bringen, leicht beweglich, πρὸς τὸ μετανίστασϑαι Schol. Thuc. 1, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”