εὐ-δόκησις

εὐ-δόκησις

εὐ-δόκησις, , die Zufriedenheit, Beistimmung, Genehmigung, D. Hal. 3, 13 D. Sic. 15, 6 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δόκησις — δόκησις, η (Α) [δοκώ] 1. απλή δοξασία («δόκησις ἀγνὼς λόγων ἦλθε» διαδόθηκε μια φήμη απλώς, Σοφ.) 2. όραμα, φάντασμα («σκοπεῑτε μὴ δόκησιν εἴχετ ἐκ θεῶν» για την Ελένη είδωλο τού Ευριπίδη) 3. φήμη, υπόληψη («ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται», Ευ p …   Dictionary of Greek

  • δόκησις — opinion fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκήσει — δόκησις opinion fem nom/voc/acc dual (attic epic) δοκήσεϊ , δόκησις opinion fem dat sg (epic) δόκησις opinion fem dat sg (attic ionic) δοκέω expect aor subj act 3rd sg (epic) δοκέω expect fut ind mid 2nd sg δοκέω expect fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκήσεις — δόκησις opinion fem nom/voc pl (attic epic) δόκησις opinion fem nom/acc pl (attic) δοκέω expect aor subj act 2nd sg (epic) δοκέω expect fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόκησιν — δόκησις opinion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • Автардокетство — Ав(ф)тардокетство (юлианизм) (от др. греч. ἀφθαρτος, нетленный + δοκησις, казаться, др. греч. ἀφθαρτοδοκήται «нетленномнители») не халкидонское миафизитское течение, существовавшее в Византийской империи в VI VII веках, Армении и Эфиопии. Их… …   Википедия

  • δοκή — δοκή, η (Α) [δοκώ] 1. δόκησις, όραμα, φαντασία 2. ενέδρα, παρατήρηση …   Dictionary of Greek

  • δοκησίσοφος — η, ο (AM δοκησίσοφος, ον) αυτός που νομίζει πως είναι σοφός, μωρόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δόκησις + σοφός] …   Dictionary of Greek

  • πλειστοδόκεια — ή, Α (κατά το λεξ. Σούδα και το Μέγα Ετυμολογικόν) «πλείστη δόκησις». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + δόκεια (< δοκεύω*)] …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՐԾ — (կարծք.) NBH 1 1069 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 12c Տ. ԿԱՐԾԻՔ. δόξα, δόκησις opinio στοχασμός conjectura. *Զի այս՝ դատարկութեան կարծ զգեցուցանէ մեզ, եւ այն՝ քաջութեան եւ զարմանելեաց. Ոսկ. ՟ա. տիմ.: *Ոչ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”