πυρό-βιος

πυρό-βιος

πυρό-βιος, = πυρίβιος, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρίβιος — και πυρόβιος, ον, Α 1. αυτός που ζει μέσα στη φωτιά ή κοντά στη φωτιά («πυρίβια ζῷα», Διογ. Λαέρ.) 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῡρ πίπτοντα ζῳΰφια». [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + βίος (πρβλ. νυκτί βίος, ορεσί βιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”