εὐ-δρομία

εὐ-δρομία

εὐ-δρομία, , der gute Lauf, die Schnelligkeit, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλαμηγοδρομία — η αγώνας ιστιοδρομίας μεταξύ θαλαμηγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλαμηγός + δρομία (< δρόμος < δρό μος), πρβλ. ποδηλατο δρομία, σταδιο δρομία] …   Dictionary of Greek

  • κακοδρομία — και ιων. τ. κακοδρομίη, ἡ (Α) κακός πλους, κακό ταξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δρομία (< δρομος < δρόμος), πρβλ. κενο δρομία, ταχυ δρομία] …   Dictionary of Greek

  • κωλυσιδρομία — η δρόμος μετ εμποδίων, φυσικών ή τεχνητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δρομία (< δρομος < δρόμος), πρβλ. παγο δρομία, σκυταλο δρομία. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • νεκροδρομία — νεκροδρομία, ἡ (Α) η πορεία τών νεκρών προς τον Άδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δρομία (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομία, κυνο δρομία] …   Dictionary of Greek

  • ολοδρομία — ὁλοδρομία, ἡ (Α) γοργό τρέξιμο προς μία κατεύθυνση («τὴν πρὸς τὰς καλὰς πράξεις ὁλοδρομίαν», Κλήμ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + δρομία (< δρομος < δρόμος), πρβλ. ταχυ δρομία] …   Dictionary of Greek

  • πεδιλοδρομία — η παιχνίδι ή άθλημα το οποίο συνίσταται στο γλίστρημα πάνω σε παγωμένη και λεία επιφάνεια με παγοπέδιλα ή στην ολίσθηση πάνω σε ξύλινη ή ασφαλτοστρωμένη επιφάνεια με τροχοπέδιλα, το πατινάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδιλο + δρομία (< δρόμος < δρόμος) …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοδρομία — η, Ν ναυτ. ένας από τους συνηθισμένους τρόπους ιστιοδρομίας, κατά την οποία το ιστιοφόρο πλοίο δέχεται τον άνεμο στην πλευρά του, λοξά ως προς τον διαμήκη άξονά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + δρομία (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομία. Η λ …   Dictionary of Greek

  • πρωτοδρομία — ἡ, Μ το πρώτο τρέξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δρομία (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομία] …   Dictionary of Greek

  • πτεροδρομία — ἡ, Α (ποιητ. τ.) πτήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + δρομία (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομία] …   Dictionary of Greek

  • σκυλοδρομία — η, Ν αγώνας δρόμου σκύλων, κυνοδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + δρομία (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • σκυταλοδρομία — η, Ν 1. ομαδικό αγώνισμα στίβου που διεξάγεται σε τέσσερεις συνήθως επιμέρους διαδρομές και κατά το οποίο κάθε επιμέρους διαδρομή διανύεται από διαφορετικό δρομέα καθεμιάς από τις συμμετέχουσες στο αγώνισμα ομάδες, ο οποίος παραδίδει τη σκυτάλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”