- εὐ-γήρως
εὐ-γήρως, von glücklichem Alter, ὁ, der glückliche Greis, Arist. rhet. 1, 5 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-γήρως, von glücklichem Alter, ὁ, der glückliche Greis, Arist. rhet. 1, 5 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γήρως — γῆρας old age neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσχατόγηρος — και εσχατόγηρως, ο (Α ἐσχατόγηρως, ων και ἐσχατόγηρος, ον και ἐσχατογέρων, ὁ) αυτός που βρίσκεται στην έσχατη (γεροντική) ηλικία, ο υπέργηρος, ο αιωνόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + γηρως (ή γηρος) < γήρας (πρβλ. α γήρως, ευ γήρως)] … Dictionary of Greek
κακόγηρως — ό, ἡ (Α) αυτός που έχει κακά γηρατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γηρως (< γῆρας), πρβλ. εσχατό γηρως, μακρό γηρως] … Dictionary of Greek
μακρόγηρως — ων (AM μακρόγηρως, ων, Μ και μακρόγηρος, ον) αυτός που έφθασε σε πολύ βαθιά γερατειά, υπέργηρος. επίρρ... μακρογήρως (Α) σε βαθιά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + γηρως και γηρος (< γῆρας), πρβλ. βαθύ γηρως, κακό γηρως] … Dictionary of Greek
ευγήρως — εὐγήρως, πληθ. εὔγηροι, ων, εὔγηρα) (Α) αυτός που περνάει καλά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γηρως ( ος) (< γήρας), πρβλ. α γήρως] … Dictionary of Greek
παγγήρως — ( ων (ΑΜ) υπέργηρος («παγγήρων γραῡν», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γήρως (< γῆρας), με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ (πρβλ. ευ γήρως)] … Dictionary of Greek
παντογήρως — ων, Α αυτός που καταβάλλει τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + γήρως (< γῆρας), πρβλ. εν γήρως] … Dictionary of Greek
πολυγήρως — ων και ασυναίρ. τ. πολυγήραος, αον και πολύγηρος, ον, Α αυτός που βρίσκεται σε βαθιά γεράματα, ο πολύ γέρος («οἱ πολυγήρως ἀπακμάζουσι και τῷ νῷ», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γήρως / γήραος / γηρος (< γῆρας, τὸ), πρβλ. υπερ γήρως / υπέρ… … Dictionary of Greek
προγήρως — ων, Α αυτός που γεράζει πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γήρως (< γῆρας), πρβλ. ευ γήρως] … Dictionary of Greek
υπέργηρος — η, ο / ὑπέργηρως, ων, ΝΜΑ ο πάρα πολύ γέρος, αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική ηλικία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέργηρων τα βαθιά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + γηρος (< γῆρας), πρβλ. ἀ γήρως / ἄ γηρος, προ γήρως] … Dictionary of Greek
On Youth, Old Age, Life and Death, and Respiration — (Greek: Περὶ νεότητος καὶ γήρως, καὶ ζωῆς καὶ θανάτου, καὶ ἀναπνοῆς, Latin: De Juventute et Senectute, De Vita et Morte, De Respiratione) is one of the short treatises that make up Aristotle s Parva Naturalia. Contents 1 Structure and contents… … Wikipedia