εὐ-γένειος

εὐ-γένειος

εὐ-γένειος, mit starkem Barte, Plat. Euthyphr. 2 b; Luc. Iup. Trag. 26. S. ήϋγ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημιγένειος — ἡμιγένειος, ον (Α) (για νεανία) αυτός που δεν έχει ακόμη όλα τα γένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γενειος (< γένειον < γένυς), πρβλ. ευθυ γένειος, πρωτο γένειος] …   Dictionary of Greek

  • θεογέναιος — θεογέναιος, ὁ (Α) ονομασία μήνα στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεογενής, μολονότι τα επίθ. σε γενής σχηματίζουν συνήθως παρ. σε γένειος, πρβλ. α γένειος, συγ γένειος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιγένειος — καλλιγένειος, α, ον (AM) μσν. αυτός που κατάγεται από καλή γενιά αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. η καλλιγένεια αυτή που γέννησε ωραίο παιδί 2. φρ. «καλλιγένεια θύω» προσφέρω θυσία στη Δήμητρα 3. ως κύριο όν. α) η γη β) κόρη τού Διός και τής Δήμητρας γ)… …   Dictionary of Greek

  • κοιλογένειος — κοιλογένειος, ον (Α) πάπ. αυτός που έχει κοίλωμα, λακάκι στο γύρω από το γένι μέρος, στο πηγούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + γένειος (< γένειον), πρβλ. μακρο γένειος, πυρρο γένειος] …   Dictionary of Greek

  • λευκογένης — και λευκογένειος, ο αυτός που έχει λευκά γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γένης (< γένι), πρβλ. ξανθο γένης, ψαρο γένης. Ο τ. λευκογένειος < λευκ(ο) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. ακρο γένειος, δασυ γένειος. Η λ. λευκογένειος μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

  • χαλκογένειος — ον, Α χαλκόγενυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. μακρο γένειος, ὀξυ γένειος] …   Dictionary of Greek

  • μαδιγένειος — και μαδηγένειος και δωρ. τ. μαδαγένειος, ον (Α) αυτός που έχει μαδημένα γένια, αγένειος («ἧττον δὲ γίγνονται φαλακροὶ οἱ μαδιγένειοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδι (πρβλ. μαδώ, μαδαρός), σύνθετο τού τύπου τερψί μβροτος + γένειος (< γένυς,… …   Dictionary of Greek

  • μακρογένειος — μακρογένειος, ον (AM) αυτός που έχει μακρύ πηγούνι, μακριά γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. ευ γένειος] …   Dictionary of Greek

  • μικρογένειος — μικρογένειος, ον (Α) αυτός που έχει μικρό γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. ευ γένειος] …   Dictionary of Greek

  • πατρογένειος — ον, Α (επίθ. τού Ποσειδώνος), προγονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + γένειος (< γένος), πρβλ. συγ γένειος] …   Dictionary of Greek

  • προγένειος — ον, Α αυτός που έχει προτεταμένο γένειο, αυτός που έχει μακριά γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γένειος (< γένειον «πώγων»), πρβλ. συγ γένειος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”