εὐ-κέραστος

εὐ-κέραστος

εὐ-κέραστος, wohlgemischt, temperirt, ἦχος D. Hal. C. V. p. 158; Plut. fac. orb. lun. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεραστός — κεραστός, ή, όν (Α) [κεράννυμι] αναμεμιγμένος …   Dictionary of Greek

  • κεραστά — κεραστά̱ , κεραστής one that mixes masc nom/voc/acc dual κεραστής one that mixes masc voc sg κεραστής one that mixes masc nom sg (epic) κεραστός mixed neut nom/voc/acc pl κεραστά̱ , κεραστός mixed fem nom/voc/acc dual κεραστά̱ , κεραστός mixed… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστῶν — κεράστης horned masc gen pl κεραστής one that mixes masc gen pl κεραστός mixed fem gen pl κεραστός mixed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακέραστος — η, ο (Α ἀκέραστος, ον) νεοελλ. εκείνος, στον οποίο δεν έχει προσφερθεί κέρασμα αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, ασυγκέραστος «ψυχὴ ἀκέραστος τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·) 2. γραμμ. ο ασυναίρετος «ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῡ Ι καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ευκέραστος — εὐκέραστος, ον (ΑΜ) ο καλά συγκερασμένος, ο με μέτρο αναμιγμένος, ο ευκραής («πρὸς πᾱσάν ἐστι ποιότητα ἐκέραστος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεραστός (< κεράννυμι «ανακατεύω, αναμιγνύω»)] …   Dictionary of Greek

  • κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον …   Dictionary of Greek

  • κερασταί — κεραστής one that mixes masc nom/voc pl κεραστός mixed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστοῦ — κεραστής one that mixes masc gen sg κεραστός mixed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”