πυρό-χρως

πυρό-χρως

πυρό-χρως, = πυρίχρως.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… …   Dictionary of Greek

  • πυρίχρως — ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ, και πυρόχρως, πύρωχρων, Μ αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, πυρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. μολυβδό χρως] …   Dictionary of Greek

  • λεοντόχρους — λεοντόχρους, ουν (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. πυρό χρους, χαλκό χρους] …   Dictionary of Greek

  • σιτόχρους — ουν, ΝΜΑ, και ως ασυναίρ. σιτόχροος, οον, Α αυτός που έχει το χρώμα τού ώριμου σίτου, σιταρόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + χρους / χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. πυρό χρους] …   Dictionary of Greek

  • τεφρόχρους — ουν, Ν 1. αυτός που έχει το χρώμα τής τέφρας, σταχτής 2. φρ. «τεφρόχρουν φως» αστρον. το τεφρώδες φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + χροος / χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. πυρό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”