- εὐιάζω
εὐιάζω, s. εὐάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐιάζω, s. εὐάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐιάζω — pres subj act 1st sg εὐιάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευιάζω — εὐιάζω(Α) [εύιος] βλ. ευάζω … Dictionary of Greek
εὐιάζει — εὐιάζω pres ind mp 2nd sg εὐιάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐίαζες — εὐιάζω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάζω — εὐάζω και εὐιάζω (Α) κραυγάζω, βοώ «εὐαί» προς τιμήν τού Βάκχου και το μέσ. εὐάζομαι με την ίδια ενεργ. διάθ. («Βάκχιον εὐαζομένα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το επιφώνημα τών διονυσιακών τελετουργιών εύα + κατάλ. άζω. Κοινής προελεύσεως και… … Dictionary of Greek