- εὐ-κλήρωμα
εὐ-κλήρωμα, τό, B. A. 77, 25, aus Antiphan. angeführt u. κατόρϑωμα erkl., soll wohl εὐκλήρημα heißen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-κλήρωμα, τό, B. A. 77, 25, aus Antiphan. angeführt u. κατόρϑωμα erkl., soll wohl εὐκλήρημα heißen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλήρωμα — κλήρωμα, τὸ (AM) [κληρώ] μσν. αυτό που έχει απονεμηθεί σε κάποιον με κλήρο, το δώρημα αρχ. πεπρωμένο, μοίρα … Dictionary of Greek