- εὐ-γλαγής
εὐ-γλαγής, ές, reich an Milch, Nic. Th. 617; Qu. Sm. 13, 260.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-γλαγής, ές, reich an Milch, Nic. Th. 617; Qu. Sm. 13, 260.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεογλαγής — νεογλαγής, ές (Α) 1. αυτός που μόλις πριν από λίγο άρχισε να θηλάζει, ο νεογέννητος 2. αυτός που μόλις πριν από λίγο άρχισε να παρέχει γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γλαγής (< γλάγος «γάλα»), πρβλ. ευ γλαγής, πολυ γλαγής] … Dictionary of Greek
φερεγλαγής — ές, Α αυτός που έχει ή παρέχει γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + γλαγής (< γλάγος *«γάλα»), πρβλ. νεο γλαγής, πολυ γλαγής] … Dictionary of Greek
ευγλαγής — εὐγλαγής, ὲς και εὔγλαγος, ον (Α) (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) αυτή που έχει άφθονο γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γλαγής (< γλάγος «γάλα»), πρβλ. περι γλαγής] … Dictionary of Greek
περιγλαγής — ές, ΜΑ γεμάτος γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλαγής (< γλάγος* «γάλα»), πρβλ. ευ γλαγής] … Dictionary of Greek
πολυγλαγής — ές, Μ πολυγάλακτος («πολυγλαγὴς ἐνιαυτός», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλαγής (< γλάγος, τὸ, «γάλα»), πρβλ. νεο γλαγής] … Dictionary of Greek