εὐ-γλωττίζω

εὐ-γλωττίζω

εὐ-γλωττίζω, dasselbe, Philostr. v. Ap. 6, 36.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γλωττίζω — (Α) [γλώττα] δίνω ρουφηχτό φιλί στο στόμα προβάλλοντας τη γλώσσα …   Dictionary of Greek

  • γλωττίζει — γλωττίζω kiss lasciviously pres ind mp 2nd sg γλωττίζω kiss lasciviously pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • γλώττισμα — γλώττισμα, το και γλωττισμός, ο (Α) [γλωττίζω] ρουφηχτό φιλί στόμα με στόμα …   Dictionary of Greek

  • καταγλωττίζω — (Α) 1. φιλώ λάγνα ενώνοντας χείλη με χείλη και γλώσσα με γλώσσα 2. καταβάλλω κάποιον με τη γλώσσα, αποστομώνω 3. μιλώ εναντίον κάποιου («ψευδῆ καταγλώττιζέ μου», Αριστοφ.) 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατεγλωττισμένος, η, ον αυτός που έχει γραφεί με… …   Dictionary of Greek

  • μεταγλωττίσας — μεταγλωττίσᾱς , μετά γλωττίζομαι aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) μεταγλωττίσᾱς , μετά γλωττίζω kiss lasciviously aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεγλωττισμένοις — ἀπό γλωττίζομαι perf part mp masc/neut dat pl (attic) ἀπό γλωττίζω kiss lasciviously perf part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγλωττίζομαι — ἐπί γλωττίζομαι pres ind mp 1st sg (attic) ἐπί γλωττίζω kiss lasciviously pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”