πυρ-φόρος

πυρ-φόρος

πυρ-φόρος, Feuer tragend, bringend; κεραυνός, Blitz, Pind. N. 10, 71, wie Aesch. Spt. 425; Soph. O. C. 1654 O. R. 200; ἀνήρ, Aesch. Spt. 414; bei Soph. Ant. 135 heißt Kapaneus so, der die Fackel schwang; auch ἀστεροπητής, Zeus, Phil. 1183; und Prometheus, O. C. 55; aber auch von der Pest, O. R. 27; von Fackeln, τὰς πυρφόρους Ἀρτέμιδος αἴγλας, O. R. 206; ϑεά, Demeter, Eur. Suppl. 260; ἀστήρ, Ar. Th. 1050; ἔγχος Διός, Av. 1745. – Im Heere der Lacedämonier hieß so der Priester, der das ewige Opferfeuer im Brand erhielt, Xen. Lac. 13, 2 (vgl. Poll. 1, 14. 8, 116); dah. sprichwörtlich von einer gänzlichen Niederlage ἔδει δὲ μηδὲ πυρφόρον περι-γενέσϑαι, Her. 8, 6. – Von einer Maschine, mit welcher Feuer auf die feindlichen Schiffe geschleudert wird, Pol. 21, 5, 1; auch ὀϊστοί, Thuc. 2, 75, Brandpfeile, die zünden, wohin sie treffen; – ἀγγεῖον, ein Feuermaterie enthaltendes Gefäß, Poll. 10, 104.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • ζωοφόρος — (I) ο (AM ζωοφόρος και ζωφόρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ζωοπάροχος, ζωοδότης, ζωοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φορος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, πυρ φόρος]. (II) ο (AM ζῳοφόρος και ζῳφόρος, ον) 1. το θηλ. ως ουσ. η ζωοφόρος και ζωφόρος… …   Dictionary of Greek

  • κακκαβοπυρφόρος — κακκαβοπυρφόρος, ον (Μ) πυρπολικό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκάβη (Ι) «καζάνι» + πυρ φόρος (< πῡρ + φορος < φόρος < φέρω), πρβλ. ανθο φόρος, μυρο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • πυρφόρος — και πυροφόρος, ο / πυρφόρος και πυροφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, ον, Α 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» βέλη που… …   Dictionary of Greek

  • ευπυροφόρος — εὐπυροφόρος, ον (Α) εύπυρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυρο φόρος (< πυρός «σιτάρι» + φορος < φέρω), πρβλ. πυρ φόρος, στεφανη φόρος)] …   Dictionary of Greek

  • κεντροφόρος — ο (Α κεντροφόρος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος καρχαροειδών χονδριχθύων τής οικογένειας squalidae αρχ. 1. αυτός που έχει κεντρί 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεντροφόρος ο κεντρίνης* 3. αυτός που αποτελεί το κέντρο τής οικουμένης. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • Θυλλοφόρος — Θυλλοφόρος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διονύσου στην Κω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυλλα + φορος (< φέρω), πρβλ. ανθο φόρος, πυρ φόρος] …   Dictionary of Greek

  • εφοδιοφόρος — ο 1. (για μεταφορικά μέσα) αυτός που κομίζει εφόδια, που μεταφέρει εφόδια («εφοδιοφόρος άμαξα») 2. φρ. «εφοδιοφόρο όχημα» φορτηγό όχημα αμαξοστοιχίας που μεταφέρει το κάρβουνο και το νερό τής μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφόδιο + φόρος (< φέρω) πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θαυματοφόρος — θαυματοφόρος, ον (Μ) αυτός που κάνει θαύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, ατος + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, πυρ φόρος] …   Dictionary of Greek

  • θυμοφόρος — θυμοφόρος, ον (Μ) ο τόπος που έχει θυμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + φορος (< φέρω), πρβλ. ανθο φόρος, πυρ φόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”