εὐ-γαμία

εὐ-γαμία

εὐ-γαμία, , glückliche Heirath, Poll. 9, 160 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλλογαμία — η τύπος γονιμοποίησης τών μυκήτων κατά τον οποίο η σύζευξη γίνεται μεταξύ θαλλών και όχι μεταξύ γαμετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. επι γαμία, μονο γαμία] …   Dictionary of Greek

  • θειογαμία — θειογαμία, ή (Α) ο γάμος με θεϊκό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + γαμία (< γάμος < γάμος), πρβλ. α γαμία, έπι γαμία] …   Dictionary of Greek

  • θεογαμία — Αρχαία γιορτή σε ανάμνηση των γάμων των διαφόρων θεοτήτων, κυρίως της Ήρας και του Δία, από τον γάμο των οποίων πήρε την ονομασία του ο αττικός μήνας Γαμηλιών (Ιανουάριος Φεβρουάριος). * * * θεογαμία, ἡ (Α) 1. γάμος τών θεών 2. (στον πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • θνητογαμία — θνητογαμία, ἡ (Μ) ο γάμος με θνητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + γαμία (< γάμος), πρβλ. ετερο γαμία, μονο γαμία] …   Dictionary of Greek

  • κοινογαμία — η (AM κοινογαμία) το καθεστώς τού ελεύθερου γάμου, τής ελεύθερης σαρκικής μίξης ανδρών και γυναικών χωρίς συζυγικούς δεσμούς («η κοινογαμία υπάρχει σε πολλά φύλα τής Αφρικής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. δι γαμία …   Dictionary of Greek

  • κρυφογαμία — κρυφογαμία, ἡ (Α) μυστικός γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + γαμία (< γάμος), πρβλ. μονο γαμία, πολυ γαμία] …   Dictionary of Greek

  • κυνογάμια — κυνογάμια, τὰ (Α) τελετή γάμου κυνικού φιλοσόφου («Ἱππαρχίαν... δημοσίῃ ἔγημε καὶ τά κυνογάμια ἐν τῇ Ποικίλη ἐτέλεσε», Θεοδώρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + γάμια (< γάμος), πρβλ. θεο γάμια, κοινο γάμια] …   Dictionary of Greek

  • κυνογαμία — κυνογαμία, ἡ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) τα κυνογάμια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + γαμία (< γάμος < γάμος), πρβλ. θεο γαμία, μονο γαμία] …   Dictionary of Greek

  • λαθρογαμία — η (AM λαθρογαμία) κρυφός ή παράνομος γάμος νεοελλ. μοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. επι γαμία, θεο γαμία] …   Dictionary of Greek

  • ιδιογάμια — ιδιογάμια, τά (Α) ο γάμος ενός ζευγαριού, η μονογαμική σχέση σε αντιδιαστολή με τον ελεύθερο έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γαμια (< γάμιος < γάμος), πρβλ. θεο γάμια] …   Dictionary of Greek

  • πρωτογαμία — ἡ, Α (στους Ιουδαίους) τα προεόρτια τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γαμία (< γάμος < γάμος), πρβλ. πολυ γαμία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”