εὐ-καιρία

εὐ-καιρία

εὐ-καιρία, , die rechte, schickliche Zeit, Ggstz ἀκαιρία, Plat. Phaedr. 272 a; τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν ὑπὲρ ὧν ἂν ἀεὶ τυγχάνῃ διαλεγόμενος, dem bloßen εὐπορία entgegengesetzt, das was sich schickt, was die rechte Zeit ist zu sagen; Sp., κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν D. Hal. C. V. p. 181; – τῶν πόλεων, die rechte, passende Lage, Pol. 29, 3. – Reichthum, Glück, κεκολακευκέναι τὴν Ἀγαϑοκλέους εὐκαιρίαν Pol. 15, 31, 7, öfter; κατὰ τὰς τῶν βίων εὐκαιρίας, nach seinem Vermögen, 1, 59, 7; μεγάλην εὐκαιρίαν ἔχειν παρά τινι, große Macht, Einfluß haben, 31, 21, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καιρία — καιρίᾱ , καίριος in fem nom/voc/acc dual καιρίᾱ , καίριος in fem nom/voc sg (attic doric aeolic) καιρίᾱ , καιρία tape fem nom/voc/acc dual καιρίᾱ , καιρία tape fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρίᾳ — καιρίᾱͅ , καίριος in fem dat sg (attic doric aeolic) καιρίᾱͅ , καιρία tape fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρία — καιρία, ἡ (Α) [καίρος] σχοινί ή ταινία, κορδέλα που χρησιμεύει για περίδεση …   Dictionary of Greek

  • καίρια — καίριος in neut nom/voc/acc pl καίριος in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χωρὶς τότ’ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια. — См. Много говорено, да мало сказано …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • καιρίας — καιρίᾱς , καίριος in fem acc pl καιρίᾱς , καίριος in fem gen sg (attic doric aeolic) καιρίᾱς , καιρία tape fem acc pl καιρίᾱς , καιρία tape fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρίαι — καιρίᾱͅ , καίριος in fem dat sg (attic doric aeolic) καιρίᾱͅ , καιρία tape fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρίαν — καιρίᾱν , καίριος in fem acc sg (attic doric aeolic) καιρίᾱν , καιρία tape fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίρι' — καίρια , καίριος in neut nom/voc/acc pl καίρια , καίριος in neut nom/voc/acc pl καίριε , καίριος in masc voc sg καίριε , καίριος in masc/fem voc sg καίριαι , καίριος in fem nom/voc pl καίριαι , καιρία tape fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιριῶν — καιρία tape fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίριος — α, ο (AM καίριος, ία, ον) [καιρός] 1. αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή, επίκαιρος, εύστοχος, αποτελεσματικός («καίρια επέμβαση») 2. (για πληγή) επικίνδυνος, θανατηφόρος, θανάσιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το καίριο(ν) μέρος ή όργανο τού σώματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”