εὐ-καμπής

εὐ-καμπής

εὐ-καμπής, ές, wohl, schön gebogen. δρέπανον Od. 18, 368, κληΐς 21, 6, τόξον H. h. 27, 12; sp. D., wie Theocr. 13, 56; Ap. Rh. 3, 1388; – ταῦρος τὰ κέρατα εὐκαμπής, mit schön gebogenen Hörnern, Luc.. D. Marin. 15, 2; τὸ εὐκ. τῶν μελῶν, im. 14; – κατασκευάζοντες τὸ κέρας εὐκαμπές, vom Heere, so daß es sich leicht wenden konnte, Plut. Sull. 17, vgl. Luc. enc. musc. 2. – [Bei Leon. Tar. 25 (VI, 4) ist εὐκαμπές als Daktylus gebraucht, wo Salmas. εὐκαπές vermuthet.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καμπής, σημείο — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό εκείνου του σημείου της καμπύλης μιας συνάρτησης στο οποίο η καμπύλη αλλάζει κυρτότητα. Στο σχήμα, το σημείο Ρ είναι ένα σ.κ. της καμπύλης. Αν x = x(t), y = y(t), α < t < β είναι μία παραμετρική …   Dictionary of Greek

  • καμπῆς — καμπή winding fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάμπης — Κάμπη caterpillar fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπης — κάμπη caterpillar fem gen sg (attic epic ionic) κάμπτω kam̃p as aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… …   Dictionary of Greek

  • ευκαμπής — εὐκαμπής, ές (ΑΜ) ο κεκαμμένος καλά, ο κατασκευασμένος με τέχνη («εὐκαμπὲς δρέπανον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. εύκαμπτος, ευλύγιστος («εὐκαμπὴς φλοιός», Θεόφρ.) 2. (για πύον) ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυ καμπής, οξυ… …   Dictionary of Greek

  • πολυκαμπής — ές, Α 1. αυτός που έχει πολλές καμπές, πολλές στροφές 2. μουσ. αυτός που έχει πολλά διανθίσματα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυκαμπές η ιδιότητα τού κισσού να κάμπτεται σε πολλά σημεία και να περιελίσσεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καμπής (< κάμπτω) …   Dictionary of Greek

  • υγροκαμπής — ές, Α (ποιητ. τ.) αυτός που κάμπτεται με ευκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + καμπής (< καμπή < κάμπτω), πρβλ. μεγαλο καμπής, οξυ καμπής] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοκαμπής — μεγαλοκαμπής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλη καμπή, πολύ κεκαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + καμπής (< κάμπτω, πρβλ. ευ καμπής)] …   Dictionary of Greek

  • μικροκαμπής — μικροκαμπής, ές (Α) αυτός που είναι κάπως κυρτός, ο ελαφρά καμπύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + καμπής (< κάμπτω), πρβλ. μεγαλο καμπής] …   Dictionary of Greek

  • οξυκαμπής — ὀξυκαμπής, ές (Α) (για άγκιστρο) αυτός που έχει οξεία καμπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + καμπής (< καμπή), πρβλ. ευ καμπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”