εὐ-γενέτειρα

εὐ-γενέτειρα

εὐ-γενέτειρα, , fem zum Folgdn, τύχη, Ep. ad. 428 (IX, 788).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γενετείρᾳ — γενετείρᾱͅ , γενέτειρα mother fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέτειρα — mother fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέτειρα — η (AM γενέτειρα) (θηλ. τού γενετήρ*) η μητέρα νεοελλ. η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου αρχ. 1. δημιουργός («ἀλήθεια γενέτειρα», Πλωτ.) 2. η θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε τειρα < *γενε τερ yα από τη δισύλλαβη μορφή γενε (< *γεν∂ ) τής ρ. γεν τού… …   Dictionary of Greek

  • γενέτειρα — η ο τόπος γέννησης, η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου: Κάθε φορά που πηγαίνω στη γενέτειρά μου συγκινούμαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενετείρας — γενετείρᾱς , γενέτειρα mother fem acc pl γενετείρᾱς , γενέτειρα mother fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετείρῃ — γενέτειρα mother fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέτειραι — γενέτειρα mother fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέτειραν — γενέτειρα mother fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”