εὐ-κερδής

εὐ-κερδής

εὐ-κερδής, ές, gewinnreich, Opp. C. 1, 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακοκερδής — κακοκερδής, ές (Α) αυτός που έχει τάση για αισχρό κέρδος, αισχροκερδής]. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κερδής (< κέρδος), πρβλ. αισχρο κερδής, αφιλο κερδής] …   Dictionary of Greek

  • νηκερδής — νηκερδής, ές (Α) αυτός που δεν αποφέρει όφελος, ο χωρίς κέρδος, ασύμφορος, ανωφελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + κερδής (< κέρδος), πρβλ. α κερδής, δυσ κερδής] …   Dictionary of Greek

  • οικοκερδής — οἰκοκερδής, ές (Α) ωφέλιμος για το σπίτι, για την οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κερδής (< κέρδος), πρβλ. αισχρο κερδής, φιλο κερδής] …   Dictionary of Greek

  • αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …   Dictionary of Greek

  • εϋκερδής — ἐϋκερδής, ές (Α) (επικ. τ.) επικερδής, κερδοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κερδης (< κέρδος), πρβλ. επι κερδής] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοκερδής — μεγαλοκερδής, ές (Α) αυτός που αποφέρει μεγάλα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κερδής (< κέρδος), πρβλ. φιλο κερδής] …   Dictionary of Greek

  • μισοκερδής — μισοκερδής, ές (Α) αυτός που μισεί και απεχθάνεται το αισχρό κέρδος, τα ανέντιμα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + κερδής (< κέρδος), πρβλ. φιλο κερδής] …   Dictionary of Greek

  • περικερδής — ές, Α αυτός που αποβλέπει συνεχώς στο κέρδος, ο φιλοκερδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κερδής (< κέρδος), πρβλ. επι κερδής] …   Dictionary of Greek

  • πολυκερδής — ές, ΝΑ 1. αυτός που αποφέρει μεγάλο κέρδος 2. αυτός που κερδίζει πολλά αρχ. 1. πολύ πανούργος, πολυμήχανος («αἰὲν ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκέρδεα νωμῶν», Ομ. Οδ.). επίρρ... πολυκερδώς / πολυκερδῶς ΝΑ κατά τρόπο πολυκερδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… …   Dictionary of Greek

  • φιλοκερδής — ές, ΝΑ αυτός που επιζητεί το υλικό κέρδος, κερδοσκόπος νεοελλ. πλεονέκτης, άπληστος, φιλοχρήματος αρχ. (το ουσ. ως ουσ.) τὸ φιλοκερδές·η φιλοκέρδεια. επίρρ... φιλοκερδώς Ν με φιλοκερδή, ιδιοτελή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κερδής (<… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοκερδής — ές, Μ ωφέλιμος για την ψυχή και, γενικά, για τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κερδής (< κέρδος), πρβλ. οἰκο κερδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”