- εὐ-κατ-άλλακτος
εὐ-κατ-άλλακτος, leicht auszusöhnen, Arist. rhet. 2, 4. – Adv., Schol. Soph. Ai. 1345.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-κατ-άλλακτος, leicht auszusöhnen, Arist. rhet. 2, 4. – Adv., Schol. Soph. Ai. 1345.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατάλλακτος — εὐκατάλλακτος, ον (Α) αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ αλλακτος (< κατ αλλάσσω «συμφιλιώνω»), πρβλ. ακατ άλλακτος, δυσ κατ άλλακτος] … Dictionary of Greek
ημεροκατάλλακτον — ἡμεροκατάλλακτον, τὸ (Α) το ημεροκαλλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κατάλλακτον, ουδ. τού κατάλλακτος (< κατ αλλάσσω), πρβλ. α κατ άλλακτος, εύ κατ άλλακτος] … Dictionary of Greek