- εὐ-κατά-μικτος
εὐ-κατά-μικτος, umgänglich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-κατά-μικτος, umgänglich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατάμικτος — εὐκατάμικτος, ον (Α) ευπροσήγορος, φιλόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα μικτος (< κατα μείγνυμι), πρβλ. α κατά μικτος, παγ κατά μικτος] … Dictionary of Greek
θηρόμικτος — θηρόμικτος, ον (Α) θηρομιγής, κατά το ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μικτος (< μικτός < θ. μιγ τού μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. ορνεό μικτος] … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… … Dictionary of Greek
συρράδιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «νόθος, μικτός, είκαῑος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὑρ(ρ)άξ μίγδην, ἀναμίξ (πρβλ. και ὑρράδιος) και εμφανίζει προθετικό σ ] … Dictionary of Greek