εὐ-κατά-σβεστος

εὐ-κατά-σβεστος

εὐ-κατά-σβεστος, leicht auszulöschen, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σβεστός — ή, ό / σβεστός, ή, όν, ΝΜ σβηστός. επίρρ... σβεστά Ν 1. κατά τρόπο σβεστό, αδύναμα, χωρίς ισχύ 2. φρ. «σβεστά έλκε» ναυτ. πρόσταγμα για την έλξη τών ιστίων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην επενεργεί ο άνεμος πάνω στην επιφάνειά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ευκατάσβεστος — εὐκατάσβεστος, ον (Α) αυτός που σβήνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σβεστος (< κατα σβέννυμι), πρβλ. α κατά σβεστος, δυσ κατά σβεστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”