εὐ-κατά-στατος

εὐ-κατά-στατος

εὐ-κατά-στατος, gut eingerichtet, feststehend, Tzetz.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στάτος — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκάφη, ἄλλοι δὲ τὰς πέντε μνᾱς». [ΕΤΥΜΟΛ. < στατός, με αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • ευκατάστατος — η, ο (ΑΜ εὐκατάστατος, ον) νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, ο εύπορος, ο πλούσιος αρχ. μσν. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ο τοποθετημένος καλά, ο σταθερός 2. (για κρήνη) αυτή που… …   Dictionary of Greek

  • αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα …   Dictionary of Greek

  • στατιαίον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ πενταμνοῡν». [ΕΤΥΜΟΛ. < στατός / στάτος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. στατηρ ιαῖος)] …   Dictionary of Greek

  • φάτνη — Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που… …   Dictionary of Greek

  • ευπερίστατος — εὐπερίστατος, ον (Α) 1. αυτός που περιβάλλει, που περικλείει εύκολα 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔκολος, εὐχερής» 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «μωρός, ταχέως περιτρεπόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί στατος (< περι ίσταμαι)] …   Dictionary of Greek

  • στατοκύστη — η, Ν βιολ. ωοειδές και σφαιρικό κυστίδιο τών κνιδοζώων, τών κτενοφόρων, τών στροβιλιστικών πλατυελμίνθων, τών νημερείνων τών τροχοζώων, τών γαστροτρίχων, τών βραχιονοπόδων, τών δακτυλιοσκωλήκων, τών περισσότερων μαλακίων, τών καρκινοειδών και τών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”