- εὐ-κατ-οίκητος
εὐ-κατ-οίκητος, gut zu bewohnen, Schol. Eur. Or. 1621.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-κατ-οίκητος, gut zu bewohnen, Schol. Eur. Or. 1621.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατοίκητος — εὐκατοίκητος, ον (Α) ο κατάλληλος για ενοίκηση, για κατοίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ οικητος (< κατ οικώ), πρβλ. α κατ οίκητος, πετρο κατ οίκητος] … Dictionary of Greek