- εὐ-κατα-φορία
εὐ-κατα-φορία, ἡ, Geneigtheit, Neigung, D. L. 7, 115, plur. Von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-κατα-φορία, ἡ, Geneigtheit, Neigung, D. L. 7, 115, plur. Von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραδηφορία — κραδηφορία, ἡ (Α) το να κρατάει κάποιος κλαδιά συκιάς κατά τη διάρκεια μιας εορτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «κλαδί» + φορία (< φορῶ < φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. ανθο φορία, λαμπαδη φορία] … Dictionary of Greek
υπερφορία — η, Ν ιατρ. διαταραχή τής διόφθαλμης όρασης, που αποτελεί μορφή ετεροφορίας και κατά την οποία το μάτι που δεν προσηλώνει το βλέμμα αποκλίνει προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperforia (< υπερ * + φορία < φέρω)] … Dictionary of Greek
φαλληφόρια — Έτσι ονομαζόταν η πομπή της οργιαστικής γιορτής των Kατ’ αγρούς Διονυσίων, που γινόταν με την ευκαιρία της χρήσης των νέων κρασιών. Στην αρχή της πομπής κάποιος από το πλήθος κρατούσε με κοντάρι έναν φαλλό, δηλαδή ένα δερμάτινο ομοίωμα αντρικού… … Dictionary of Greek