- εὐ-κατα-πτόητος
εὐ-κατα-πτόητος, leicht einzuschüchtern, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-κατα-πτόητος, leicht einzuschüchtern, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκαταπτόητος — εὐκαταπτόητος, ον (Α) αυτός που καταπτοείται, που τρομοκρατείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα πτοητος (< κατα πτοώ), πρβλ. α κατα πτόητος] … Dictionary of Greek