- πυρσο-γενής
πυρσο-γενής, ές, aus Flammen geboren, Nonn. 2, 495.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρσο-γενής, ές, aus Flammen geboren, Nonn. 2, 495.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλογογενής — ές, ΜΑ αυτός που προέρχεται από τις φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο γενής, πυρσο γενής] … Dictionary of Greek
χρυσογενής — ές, Μ (ως προσωνυμία τού Περσέως) αυτός που γεννήθηκε από χρυσή βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ. πυρσο γενής] … Dictionary of Greek