εὐ-γόμφωτος

εὐ-γόμφωτος

εὐ-γόμφωτος, dasselbe, ναῦς, Opp. H. 1, 58.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γομφωτός — ή, ό (AM γομφωτός, ή, όν) [γομφώ] συναρμολογημένος με καρφιά ή πασσάλους …   Dictionary of Greek

  • γομφωτά — γομφωτός fastened with bolts neut nom/voc/acc pl γομφωτά̱ , γομφωτός fastened with bolts fem nom/voc/acc dual γομφωτά̱ , γομφωτός fastened with bolts fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γομφωτόν — γομφωτός fastened with bolts masc acc sg γομφωτός fastened with bolts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γομφωτοῖς — γομφωτός fastened with bolts masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γομφωτούς — γομφωτός fastened with bolts masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγόμφωτος — ον, Μ πολύγομφος*, καρφωμένος με πολλά καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γομφωτός (< γομφῶ «συναρμόζω»), πρβλ. ευ γόμφωτος] …   Dictionary of Greek

  • зуб — род. п. зуба, укр. зуб, др. русск. зубъ, ст. слав. зѫбъ ὀδούς (Супр.), болг. зъб(ът), сербохорв. зу̑б, род. п. зу̑ба, словен. zȏb, чеш., слвц. zub, польск. ząb, род. п. zębu, в. луж., н. луж. zub. Родственно лит. žаm̃bаs жем. острый предмет,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ευγόμφωτος — εὐγόμφωτος, ον (Α) εύγομφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γομφωτός (< γομφώ «συναρμόζω»)] …   Dictionary of Greek

  • νεογόμφωτος — νεογόμφωτος, ον (Μ) αυτός που συναρμόστηκε πρόσφατα, που ναυπηγήθηκε πρόσφατα («νεογόμφωτος ναῡς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γομφωτός (< γομφώ «συναρμόζω» < γόμφος), πρβλ. πολυγόμφωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”