- εὐ-κόρυθος
εὐ-κόρυθος, wohlbehelmt, Opp. C. 1, 363.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-κόρυθος, wohlbehelmt, Opp. C. 1, 363.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κόρυθος — crested masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυθος — crested masc nom sg κόρυς helmet fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυθος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πάρη και της Οινόης. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του, για να εκδικηθεί την απιστία του συζύγου της, τον έστειλε να κατακτήσει την Ελένη. Εκείνη υπέκυψε στη γοητεία του και ο Πάρης τον δολοφόνησε. 2.… … Dictionary of Greek
Κορύθω — Κόρυθος crested masc nom/voc/acc dual Κόρυθος crested masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύθω — κόρυθος crested masc nom/voc/acc dual κόρυθος crested masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορύθοιο — Κόρυθος crested masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύθοιο — κόρυθος crested masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορύθου — Κόρυθος crested masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύθου — κόρυθος crested masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορύθων — Κόρυθος crested masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύθων — κόρυθος crested masc gen pl κόρυς helmet fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)