εὐκτήριος

εὐκτήριος

εὐκτήριος, ον, zum Beten gehörig, z. B. οἶκος, K. S.; τὸ εὐκτήριον, Beifall, ibd.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εὐκτήριος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκτήριος — α, ο (ΑΜ εὐκτήριος, ία, ον) 1. (για ναό) αυτός στον οποίο εκπέμπονται ευχές προς τον θεό, ο προορισμένος για προσευχή 2. το ουδ. ως ουσ. το ευκτήριο μέρος όπου λατρεύεται ο Θεός, ναός, παρεκκλήσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκ τήριος < ρίζα ευχ (εύχομαι)… …   Dictionary of Greek

  • εὐκτηρίων — εὐκτήριος of fem gen pl εὐκτήριος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκτήριον — εὐκτήριος of masc acc sg εὐκτήριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκτηρίοις — εὐκτήριος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκτηρίου — εὐκτήριος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκτηρίους — εὐκτήριος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκτηρίῳ — εὐκτήριος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκτήρια — εὐκτήριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκτήριοι — εὐκτήριος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκτηριάζω — εὐκτηριάζω (Μ) [ευκτήριος] χρησιμεύω ως ευκτήριον («εὐκτηριάζοντες οἶκοι», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”