- εὐ-κτέανος
εὐ-κτέανος, wohlhabend, reich, Aesch. Pers. 866; Agath. 64 (IX, 442); vgl. εὐκέανος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-κτέανος, wohlhabend, reich, Aesch. Pers. 866; Agath. 64 (IX, 442); vgl. εὐκέανος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκτέανος — (I) εὐκτέανος, ον (Α) πλούσιος, ευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτέανον «αγαθό» (< κτώμαι)]. (II) εὐκτέανος, ον (Α) ευκτήδων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτέανος, που απαντά στον Ησύχ. στον τ. ευθυ κτέανον και ιθυ κτέανον] … Dictionary of Greek
λιποκτέανος — λιποκτέανος, ον (Α) αυτός που δεν έχει κτήματα, άπορος, φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + κτέανον «κτήμα, περιουσία» (πρβλ. φιλο κτέανος)] … Dictionary of Greek
πολυκτέανος — ον, Α αυτός που έχει πολλά κτήματα, πολλά περιουσιακά στοιχεία (α. «πατρίδα πολυκτέανον» β. «πολυκτέανοι Ῥωμαῖοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτέανον, συνήθως στον πληθ. κτέανα «κτήματα, περιουσία» (< κτῶμαι, άομαι, «αποκτώ»), πρβλ. ερι κτέανος] … Dictionary of Greek
φιλοκτέανος — ον, Α (επικ. τ.) φιλοκτήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κτέανος (< κτέανον «κτήμα, περιουσία»), πρβλ. πολυκτέανος] … Dictionary of Greek