- εὐ-ετηρία
εὐ-ετηρία, ἡ, ein gesegnetes Jahr, Fruchtbarkeit, Plat. Conv. 188 a; ὁ σῖτος ἐν τῇ πόλει πολὺς ἦν εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσϑεν ἔτει Xen. Hell. 5, 2, 4; Folgde, wie Arist. H. A. 8, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ετηρία, ἡ, ein gesegnetes Jahr, Fruchtbarkeit, Plat. Conv. 188 a; ὁ σῖτος ἐν τῇ πόλει πολὺς ἦν εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσϑεν ἔτει Xen. Hell. 5, 2, 4; Folgde, wie Arist. H. A. 8, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευετηρία — εὐετηρία, ἡ (Α) 1. καλό έτος, καλή χρονιά, καλή σοδειά (α. «ὅτι ὁ σῑτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει», Ξεν. β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῑον εὐετηρίας εἶναι… … Dictionary of Greek
πενταετηρία — ἡ, Α χρονική περίοδος πέντε ετών, πενταετία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ετηρία (< ἔτος), πρβλ. δεκα ετηρία] … Dictionary of Greek
τετραετηρία — ἡ, Α χρονική περίοδος τεσσάρων ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ετηρία (< ἔτος), πρβλ. δεκα ετηρία] … Dictionary of Greek