εὐ-ερέθιστος

εὐ-ερέθιστος

εὐ-ερέθιστος, leicht zu reizen, Strab. XIV p. 660.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερεθιστός — ή, ό (Α ἐρεθιστός, ή, όν) [ερεθίζω] αυτός τον οποίο μπορεί να ερεθίσει κάποιος, ο ευερέθιστος, ο ευαίσθητος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ερεθιστό η ερεθιστικότητα …   Dictionary of Greek

  • ερεθιστότητα — η (οικον.) νεολογισμός τής ελληνικής οικονομικής ορολογίας, ο οποίος σημαίνει τον βαθμό ευαισθησίας ενός μηχανισμού τής οικονομίας σε εξωγενείς ή ενδογενείς ερεθισμούς, αλλιώς ευαισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερεθιστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον …   Dictionary of Greek

  • ἐρεθισταί — ἐρεθιστής rebellious masc nom/voc pl ἐρεθιστός easily provoked fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθιστήν — ἐρεθιστής rebellious masc acc sg (attic epic ionic) ἐρεθιστός easily provoked fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”