εὐ-ερκής

εὐ-ερκής

εὐ-ερκής, ές, 1) wohl umzäunt, verwahrt, αὐλή Il. 9, 472 Od. 21, 389. 22, 449, ϑύραι Od. 17, 267; ἄλσος Pind. Ol. 13, 105; πόλις Aesch. Suppl. 933; χώρα Plat. Legg. VI, 760 e; γήλοφος Critia. 113 d; ὑποδοχή Legg. VIII, 848 e, Sp. bes. von wohl befestigten Städten. – 2) wohl umschließend, δίκτυα Opp. H. 4, 655.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευερκής — εὐερκής, ές (Α) 1. ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο («ὑπ᾿ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. ασφαλής («θύρες δ εὐερκέες εἰσίν», Ομ. Οδ.) 3. (για δίχτια) αυτός που περιβάλλει, που περικλείει, χωρίς δυνατότητα διαφυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + …   Dictionary of Greek

  • λινοερκής — λινοερκής, ές (Α) περιφραγμένος με δίχτια ή παγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ερκής (< ἕρκος «εμπόδιο, φραγμός»), πρβλ. αλι ερκής, εν ερκής] …   Dictionary of Greek

  • ομοερκής — ὁμοερκής, ές (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια οικία ή στην ίδια φυλακή με κάποιον 2. φρ. «κίονες ὁμοερκεῑς» κίονες που χρησιμοποιούνταν ως στήριγμα σε μεταλλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ερκής (< ἔρκος «φραγμός»), πρβλ. ευ ερκής] …   Dictionary of Greek

  • αλιερκής — ἁλιερκής, ὲς (Α) αυτός που περιφράσσεται, που περιβάλλεται από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ερκής (< ἕρκος «φραγμός») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”