- εὐ-επί-τακτος
εὐ-επί-τακτος, dem man leicht befehlen kann, gehorsam, Nicarch. 4 (XI, 73).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-επί-τακτος, dem man leicht befehlen kann, gehorsam, Nicarch. 4 (XI, 73).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευεπίτακτος — εὐεπίτακτος, ον (Α) υπάκουος σε διαταγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί τακτος (< επι τάσσω)] … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek