- εὐ-επηρέαστος
εὐ-επηρέαστος, dem leicht Schaden zuzufügen ist, Gal. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-επηρέαστος, dem leicht Schaden zuzufügen ist, Gal. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευεπηρέαστος — η, ο (Α εὐεπηρέαστος, ον) 1. αυτός που επηρεάζεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐεπηρέαστον το να επηρεάζεται κάποιος εύκολα («τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας τὸ εὐεπηρέαστον», Ιωάνν. Χρυσ.). αρχ. εκτεθειμένος σε κίνδυνο, σε κακό («εὐεπηρέαστος ὑπὸ τῶν… … Dictionary of Greek