- εὐ-επ-ακολούθητος
εὐ-επ-ακολούθητος, dem man leicht folgen kann, Arist. rhet. 1, 2 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-επ-ακολούθητος, dem man leicht folgen kann, Arist. rhet. 1, 2 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπαρακολούθητος — η, ο (Α εὐπαρακολούθητος, ον) (για κείμενα ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών κ.λπ.) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο ευνόητος αρχ. 1. αυτός που παρακολουθεί εύκολα 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαρακολούθητοι ὀξεῑς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῑς». επίρρ … Dictionary of Greek