- εὐ-επι-λόγιστος
εὐ-επι-λόγιστος, leicht zu berechnen, Sext. Emp. adv. gramm. 297.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-επι-λόγιστος, leicht zu berechnen, Sext. Emp. adv. gramm. 297.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευεπιλόγιστος — εὐεπιλόγιστος, ον (Α) αυτός που συμπεραίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι λογιστος (< επι λογίζομαι «συμπεραίνω» < επί λογος), πρβλ. δυσ επι λόγιστος] … Dictionary of Greek