- εὐ-επι-χείρητος
εὐ-επι-χείρητος, leicht anzufassen, zu unternehmen, Sp.; εὐεπιχειρητοτέρα ἡ ϑέσις, im rhetorischen Sinne, Arist. top. 2, 4; – leicht angreifend, D. L. 4, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-επι-χείρητος, leicht anzufassen, zu unternehmen, Sp.; εὐεπιχειρητοτέρα ἡ ϑέσις, im rhetorischen Sinne, Arist. top. 2, 4; – leicht angreifend, D. L. 4, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευεπιχείρητος — εὐεπιχείρητος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να προσβάλει, ο ευπρόσβλητος («τοῡ δὲ τῆς πόλεως ἐδάφους εὐεπιχειρήτου», Στράβ.) 2. αυτός που μπορεί να αποδειχθεί με επιχειρήματα («εὐεπιχείρητον πρόβλημα», Αριστοτ.) 3. αυτός που… … Dictionary of Greek