- εὐ-βότρυος
εὐ-βότρυος, = Folgdm, Anacr. 4, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-βότρυος, = Folgdm, Anacr. 4, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Βότρυος — Βότρυς bunch of grapes masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυος — βότρυς bunch of grapes fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
БОТРИОГЕН — [βότρυς (αотрис), род, пад.; βότρυος (αотриос) кисть винограда] м л, MgF3+[OH|SO4)2]•7H2O. Мон. К лы вытянутые, мелкие длиннопризм., крупные короткопризм. Сп. сов. по… … Геологическая энциклопедия
CANIS — I. CANIS Arabiae Felicis fluv. Ptol. II. CANIS Ordo equestris a Buchardo IV. ex Montmorantia famil. primo Galliae Barone, institutus; qui pace cum Philippo I. vel Ludov. fil. eius potius, a quo arce quâdam exutus erat, quod Adrianum Abbatem S.… … Hofmann J. Lexicon universale
βοτρυανθής — ές (για φυτά και δέντρα) εκείνος του οποίου τα άνθη έχουν διάταξη βότρυος, σταφυλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βότρυς + ανθής < άνθος. Η λ. μαρτυρείται στον Δανιήλ Φιλιππίδη («βοτρυανθείς θάμνοι»)] … Dictionary of Greek
μουσκάρι — Γένος φυτών της οικογένειας των λειριιδών ή λιιδών (μονοκοτυλήδονα), μερικά είδη του οποίου είναι αρκετά κοινά σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Με διασταυρώσεις και επιλογή έχουν δημιουργηθεί ποικιλίες κατάλληλες και για… … Dictionary of Greek
μούσκαρι — Γένος φυτών της οικογένειας των λειριιδών ή λιιδών (μονοκοτυλήδονα), μερικά είδη του οποίου είναι αρκετά κοινά σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Με διασταυρώσεις και επιλογή έχουν δημιουργηθεί ποικιλίες κατάλληλες και για… … Dictionary of Greek
παυσίπονος — η, ο / παυσίπονος, ον, ΝΑ νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παυσίπονα (ενν. φάρμακα) ομάδα φαρμάκων τα οποία μειώνουν το αίσθημα τού πόνου και τών οποίων η χημική σύσταση και η δράση είναι ποικίλη αρχ. αυτός που καταπαύει ή καταπραΰνει τον μόχθο … Dictionary of Greek
περονόσπορος — Ονομασία που δίνεται σε πολυάριθμες ασθένειες των φυτών, που προκαλούνται από μικροσκοπικούς φυκομύκητες της οικογένειας των Περονοσποριδών· το φυτικό σώμα αυτών των μικρομυκήτων είναι ένα νηματοειδές μυκήλιο, που αποτελείται από υφές με πολύ… … Dictionary of Greek
πολύγλευκος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολύ γλεύκος, πολύ μούστο 2. αυτός που αποδίδει πολύ μούστο («οὐδέ πολυγλεύκου γειομόρος [εἰμί] βότρυος», Απολλωνίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλεῦκος, τὸ, «μούστος» (πρβλ. αει γλεύκος)] … Dictionary of Greek
τσάμπουρο — και τσαμπούρι και τσαμπίρι, το, Ν [τσαμπί] 1. ο σκελετός τού βότρυος, το κοτσάνι τού τσαμπιού 2. φρ. «εσύ το σταφύλι και εγώ το τσάμπουρο» λέγεται σε κάποιον, όταν αυτός προσπαθεί να σφετεριστεί τα κέρδη κοινής επιχείρησης … Dictionary of Greek