εὐ-απο-τείχιστος

εὐ-απο-τείχιστος

εὐ-απο-τείχιστος, leicht durch eine Mauer oder ein Bollwerk abzuschneiden, zu befestigen, Thuc. 6, 75; superl., Xen. Hell. 2, 4, 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλασσοτείχιστος — θαλασσοτείχιστος, ον (Α) αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + τείχιστος (< τειχίζω), πρβλ. α τείχιστος, ευαπο τείχιστος] …   Dictionary of Greek

  • θεοτείχιστος — θεοτείχιστος, ον (Μ) ο προστατευόμενος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τείχιστος (< τειχίζω < τείχος), πρβλ. α τείχιστος, θαλασσο τείχιστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”