- εὐ-από-φυκτος
εὐ-από-φυκτος, leicht zu fliehen, Schol. Ar. Ran. 848.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-από-φυκτος, leicht zu fliehen, Schol. Ar. Ran. 848.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευαπόφυκτος — εὐαπόφυκτος, ον (Α) αυτός που διαφεύγει, που ξεφεύγει εύκολα, ο ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο φυκτος (< απο φευγω), τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα φυγ τής ρ. φευγ (πρβλ. αόρ. β ἔ φυγ ον)] … Dictionary of Greek
άφυκτος — ἄφυκτος, ον (Α) 1. αφεύγατος, αναπόφευκτος 2. (για ερώτηση, λόγο κ.λπ.) αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να ξεφύγει, που δεν παίρνει από υπεκφυγές 3. ο ανίκανος να διαφύγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φυκτός «αυτός που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek