- εὐ-από-σπαστος
εὐ-από-σπαστος, leicht abzuziehen, zu trennen, ἀλλήλων Arist. H. A. 5, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-από-σπαστος, leicht abzuziehen, zu trennen, ἀλλήλων Arist. H. A. 5, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυκόσπαστος — λυκόσπαστος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) λυκοσπάς*, κατασπαραγμένος από λύκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + σπαστος (< σπάω), πρβλ. ανά σπαστος, νευρό σπαστος] … Dictionary of Greek
σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων … Dictionary of Greek
πολύσπαστος — η, ο / πολύσπαστος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έλκεται ή σύρεται με πολλά σχοινιά 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύσπαστο (γενικά) σύμπλεγμα τροχαλιών από το οποίο ανυψώνεται μεγάλο βάρος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (ειδικά) τεχνολ. σύνολο πολλών τροχαλιών… … Dictionary of Greek