εὐ-όμφαλον

εὐ-όμφαλον

εὐ-όμφαλον (vgl. ὀμφή), τό, = εὔοσμον, von der Rose bei den Arkadern, Ath. XV, 682 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀμφαλόν — ὀμφαλός navel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • UMBILICUS — quoe iliorum umbo, Isidor. ad libros a Romanis translatus est. Libris enim materiam coretx olim, papyrus, carbasus, ovilla tergora, lintei, plumbum, et alia suppeditârunt, ut cuilibet animadvertere promptum est. Vide supra. Iidem quod circum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DELPHI — I. DELPHI urbs Hollandiae nitida, tertium tenens locum, a rivo Delf., quo interluitur, dicta, cerevisiâ et aedificiis inclita, in qua Guilielmi Araus. Principis, ibi A. C. 1583. interfecti, ut et Architalassis Trompii, celeberrimum monumentum.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • FAVISSA — apud A. Gell. l. 2. c. 10. Catulus voluisse se aream Capitolinam deprimere sed facere id non quisse, quoniam favissae impedissent: Graece θησαυρὸς, quasi Flavissa, dicta est Q. Val. Sorano, quod in eas non rude aes argentumqueve, sed flata… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ερίβρομος — ἐρίβρομος, ον (Α) 1. αυτός που φωνάζει δυνατά («εἰμὶ δ’ ἐγώ Διόνυσος ἐρίβρομος», Ανακρ.) 2. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ἐρίβρομοι λέοντες», Πίνδ.) 3. ο πολύ ηχηρός, ο βροντώδης («ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονός», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο)… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …   Dictionary of Greek

  • ορθοδίκας — ὀρθοδίκας, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί ὀρθοδίκης) αυτός πάνω στον οποίο στηρίζεται το δίκαιο, ο οποίος ανορθώνει τη δικαιοσύνη («ὀρθοδίκαν γᾱς ὀμφαλόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + δικᾱς / δίκης (< δίκη), πρβλ. ιθυ δίκης] …   Dictionary of Greek

  • ουτάω — οὐτάω και οὔτημι και οὐτάζω (Α) 1. χτυπώ με όπλο, τραυματίζω (α. «πολλοὶ δ οὐτάζοντο κατὰ χρόα νηλέι χαλκῷ» Ομ. Ιλ. β. «οὖτα δὲ δουρὶ παρ ὀμφαλόν», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ με το χέρι και τραυματίζω («Κύπριδα μὲν πρῶτα σχεδὸν οὔτασε χεῑρ ἐπὶ καρπῷ», Ομ …   Dictionary of Greek

  • προτμητός — ή, όν, Α [προτέμνω] 1. αυτός που πρόκειται, που μπορεί ή που πρέπει να τμηθεί, να κοπεί 2. το αρσ. ως ουσ. τὸ προτμητόν (κατά τον Ησύχ.) «προτμητόν τὸν ὀμφαλόν» …   Dictionary of Greek

  • πωρόμφαλον — τὸ, Α σκλήρυνση τού ομφαλού («πωρόμφαλόν ἐστι πώρου σύστασις κατὰ τὸν ὀμφαλόν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + ὀμφαλός] …   Dictionary of Greek

  • σαρκόμφαλο — το / σαρκόμφαλον, ΝΑ όγκος που αναπτύσσεται στον ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ὀμφαλός (πρβλ. πωρ όμφαλον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”