εὐ-όσφρητος

εὐ-όσφρητος

εὐ-όσφρητος, gut riechend, spürend, Schol. Soph. Ai. 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οσφρητός — ὀσφρητός, ή, όν (Α) [οσφραίνομαι] οσφραντός …   Dictionary of Greek

  • ὀσφρητά — ὀσφρητός neut nom/voc/acc pl ὀσφρητά̱ , ὀσφρητός fem nom/voc/acc dual ὀσφρητά̱ , ὀσφρητός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητῶν — ὀσφρητός fem gen pl ὀσφρητός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητόν — ὀσφρητός masc acc sg ὀσφρητός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρηταῖς — ὀσφρητός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρηταί — ὀσφρητός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητοῖς — ὀσφρητός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφρητοῦ — ὀσφρητός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • ευόσφρητος — εὐόσφρητος, ον (Α) (για τον σκύλο) αυτός που έχει καλή όσφρηση, οξεία όσφρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οσφρητός (< οσφραίνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • οσφρητικός — ή, ό (Α ὀσφρητικός, ή, όν) [οσφρητός] σχετικός με την όσφρηση, οσφραντικός («τοὺς ὀσφρητικούς πόρους», Γαλ.) νεοελλ. (φυσιολ. ανατ.) αυτός που χρησιμεύει για την όσφρηση ή αυτός που εξαρτάται από την όσφρηση (α. «οσφρητικό όργανο» το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”