εὐ-ωδία

εὐ-ωδία

εὐ-ωδία, , der Wohlgeruch, Plat. Tim. 65 a im, plur.; Xen. Conv. 2, 3 u. Folgde. Im plur. auch = Räucherwerk, D. Sic. 1, 84.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ᾠδία — ἀϊδίᾱ , ἀίδιος everlasting fem nom/voc/acc dual ἀϊδίᾱ , ἀίδιος everlasting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραωδία — η, Ν ωδική σύνθεση η οποία εκτελείται από τέσσερεις διαφορετικές φωνές, αλλ. τετραφωνία, κν. κουαρτέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ωδία (< ωδός < ωδή), πρβλ. μον ωδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • τριωδία — η, Ν μουσ. μουσική σύνθεση για τρεις φωνές ή για τρία όργανα, κν. τρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ωδία (< ωδός < ωδή), πρβλ. τετρα ωδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • φωνωδία — η, Ν μουσ. η τέχνη ή η ενέργεια τού να τραγουδάει κανείς χωρίς να προφέρει τις λέξεις, να τραγουδάει χωρίς λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ωδία (< ωδός < ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. ψαλμ ωδία. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. vocalisation και… …   Dictionary of Greek

  • Tragedia griega — Máscara de Dioniso conservada en el Louvre La tragedia griega es un género teatral originario de la …   Wikipedia Español

  • Гимнодия — (греч. ἡ ὑμν ῳδία  «[торжественное] песнопение», «пение гимна», греч. ὑμν ῳδέω  «распеваю гимны», также «пророчествовую», «прорицаю», от греч. ὁ ὕμνος  «[торжественная] песнь», «гимн» и греч …   Википедия

  • BROMOS — apud Plin l. 18. c. 10. Far sine arista ost. Item siligo adiciuntur hs genera, bromos, siligo exceptutla et tragos, externa omnia ab Orrente invecta, oryzae similia: avena est frugifera (qualis nostra est) ex Graeco Βρόμος, ut videre est apud Dio …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε …   Dictionary of Greek

  • μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… …   Dictionary of Greek

  • νυκτωδία — η 1. νυχτερινό τραγούδι 2. μουσ. είδος μουσικής σύνθεσης με βραδύ ρυθμό, γλυκιά και μελαγχολική, αλλ. νοτούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + ωδία (< ωδός < ᾠδή). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”