πυρσός [2]

πυρσός [2]

πυρσός, dor. statt πυῤῥός, Mosch. 2, 70; auch zuweilen bei attischen Dichtern, wie Eur. Phoen. 32.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρσός — πυρρός flame coloured masc nom sg (doric) πυρσός flame coloured masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρσός — (I) ο, ΝΑ, πληθ. και πυρσά Α 1. δαυλός, δάδα, λαμπάδα 2. συνεκδ. σήμα που γίνεται με πυρσούς, αλλ. φρυκτωρία νεοελλ. αστρον. περιοχή εντονότερης ηλιακής δραστηριότητας, η οποία φαίνεται λαμπρότερη σε σχέση με την φωτόσφαιρα που τήν περιβάλλει αρχ …   Dictionary of Greek

  • πυρσός — ο δαυλός, δαδί αναμμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρρός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Panagiotis Kanellopoulos — (Griechisch: Παναγιώτης Κανελλόπουλος) (* 13. Dezember 1902 in Patras; † 11. September 1986 in Athen) war ein griechischer Soziologe, Geschichtsphilosoph, Rechtswissenschaftler, Lyriker, Politiker und zweimaliger Ministerpräsident …   Deutsch Wikipedia

  • Richard Church — Sir Richard Church en uniforme de général grec Richard Church (né en 1784 à Cork en Irlande et décédé le 8 (calendrier julien) donc le 20 mars 1873[1 …   Wikipédia en Français

  • Канеллопулос, Панайотис — Панайотис Канеллопулос греч. Παναγιώτης Κανελλόπουλος …   Википедия

  • δαλός — δαλός, ο (Α) 1. κομμάτι φλεγόμενου ξύλου, δαυλός 2. πυρσός 3. κεραυνός («ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν») 4. είδος μετεώρου 5. (για ηλικιωμένους) καμένος πυρσός, εξαντλημένος γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαF ελός <… …   Dictionary of Greek

  • πυρσίτης — (I) ὁ, Α πυρσευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + κατάλ. ίτης (πρβλ. οπλ ίτης)]. (II) ὁ, Α αυτός που έχει κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (II), δωρ. τ. τού πυρρός «ερυθρός» + κατάλ. ίτης (πρβλ. πιτυρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • πυρσωπός — (I) όν, Α αυτός που έχει φλογερό βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + ωπός* (πρβλ. γοργ ωπός)]. (II) όν, Α πυρρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (II), δωρ. τ. τού πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κατάλ. ωπός*] …   Dictionary of Greek

  • πύρσινος — (I) ίνη, ον, Μ [πυρσός (Ι)] λαμπερός, λαμπρός. (II) ίνη, ον, Μ [πυρσός (II)] πυρρός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”