- εὐ-χαριστικῶς
εὐ-χαριστικῶς, dankbar, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-χαριστικῶς, dankbar, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαριστικῶς — χαριστικός giving freely adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστικός — ή, ό / χαριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται ή δίνεται για εξυπηρέτηση ή για ευχαρίστηση κάποιου 2. συνεκδ. μεροληπτικός 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χαριστικά χρηματικό φιλοδώρημα που δίνεται από τον χορευτή… … Dictionary of Greek