- εὐ-χροής
εὐ-χροής, ές, p. = εὔχροος, εὐχροὲς δέρμα, Od. 14, 24, schönfarbig, oder von einer tüchtigen Haut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-χροής, ές, p. = εὔχροος, εὐχροὲς δέρμα, Od. 14, 24, schönfarbig, oder von einer tüchtigen Haut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρόης — χροιά sign. fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εϋχροής — και ευχροής / ἐϋχροής και εὐχροής, ές (Α) (ποιητ. τ.) ο εύχρους, αυτός που έχει ωραίο χρώμα ή που έχει ρόδινη, ζωηρή όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χροης (< χρως «χρώμα, επιδερμίδα»)] … Dictionary of Greek