- εὐφᾱμέω
εὐφᾱμέω, dor. = εὐφημία, εὔφημος, εὐφημέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐφᾱμέω, dor. = εὐφημία, εὔφημος, εὐφημέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευφημώ — (ΑΜ εὐφημῶ, έω, Α δωρ. τ. εὐφαμέω) [εύφημος] 1. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, αποφεύγω τις βλασφημίες, μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις («φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ, εὐφημῆσαί τε κέλεσθε», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ επέκτ.) τηρώ θρησκευτική σιγή 3. επαινώ,… … Dictionary of Greek